- πυγλίον
- πυγλίον or [full] πυγαῖον, τό, dub. sens., part of an ἀκινάκης, different from λαβή and κολεόν, IG22.1421.30, 1425.77, 1424a.80.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγλίον — τὸ, Α μέρος τού ακινάκη, του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τής λ. πυγαῖον (< πυγαῖος < πυγή)] … Dictionary of Greek